“Σου έχω μια ιστορία, Ιρβ. Κάθισε κι άκου τι έχω να σου πω για το τσακάλι και το τριζόνι”.
Ήξερε ότι τρελαινόμουνα για ιστορίες. Ιδίως για τις δικές της ιστορίες. Την άκουσα γεμάτος προσδοκία.
Κάποτε ήταν ένα τσακάλι που ένιωθε να το κατακλύζουν οι πιέσεις της ζωής του. Το μόνο που έβλεπε γύρω του ήταν πεινασμένα κουτάβια, κυνηγοί και παγίδες. Μια μέρα λοιπόν το έσκασε για να μείνει μόνο. Ξαφνικά άκουσε τους ήχους μιας γλυκιάς μελωδίας, μιας μελωδίας που απέπνεε ευφορία και γαλήνη. Ακολούθησε το τραγούδι κι έφτασε σε ένα ξέφωτο, κι εκεί είδε ένα μεγάλο τριζόνι να λιάζεται πάνω σ’ ένα κούφιο κορμό και να τραγουδάει.
“Μάθε μου το τραγούδι σου”, είπε το τσακάλι στο τριζόνι. Καμιά απάντηση. Το τσακάλι το ξαναζήτησε. Αλλά το τριζόνι έμεινε σιωπηλό. Τελικά, όταν το τσακάλι απείλησε να το κάνει μια χαψιά, το τριζόνι δέχτηκε κι άρχισε να τραγουδάει το γλυκό του τραγούδι ξανά και ξανά, ώσπου το τσακάλι το έμαθε απέξω. Μουρμουρίζοντας το καινούργιο του τραγούδι, το τσακάλι πήρε το δρόμο της επιστροφής προς την οικογένειά του. Ξαφνικά ένα κοπάδι χήνες πέταξε από πάνω του και του τράβηξε την προσοχή. Όταν ξαναβρήκε τη συγκέντρωσή του, άνοιξε το στόμα του να ξανατραγουδήσει αλλά ανακάλυψε πως είχε ξεχάσει το τραγούδι.
Γύρισε λοιπόν πίσω στο ηλιόλουστο ξέφωτο. Στο μεταξύ όμως το τριζόνι είχε μαδήσει, είχε αφήσει το άδειο περίβλημά του να λιάζεται στον ίδιο κούφιο κορμό, κι είχε πετάξει στο κλαδί ενός δέντρου. Το τσακάλι δεν έχασε καιρό, φρόντισε να κάνει ό,τι έπρεπε για να έχει πια μόνιμα το τραγούδι μέσα του. Με μια χαψιά κατάπιε το περίβλημα του τριζονιού, νομίζοντας ότι το τριζόνι βρισκόταν ακόμα εκεί μέσα. Ξεκινώντας να γυρίσει στο σπίτι του ανακάλυψε ότι εξακολουθούσε να μην ξέρει το τραγούδι και κατάλαβε ότι ο τρόπος για να το μάθει δεν ήταν καταπίνοντας το τριζόνι. Έπρεπε να βγάλει το τριζόνι από μέσα του και να το αναγκάσει να του το διδάξει. Πήρε λοιπόν ένα μαχαίρι κι άνοιξε την κοιλιά του για να το βγάλει. Κόπηκε όμως τόσο βαθιά που πέθανε.
“Επομένως Ιρβ”, ψιθύρισε η Πώλα στ’ αυτί μου χαρίζοντάς μου το όμορφο αγγελικό της χαμόγελο κι απλώνοντας το χέρι της για ν’ αγγίξει το δικό μου, “πρέπει να βρεις ένα δικό σου τραγούδι”.
Ήμουν πολύ συγκινημένος: το χαμόγελό της, το μυστήριο, η προσπάθειά της να κατακτήσει τη σοφία – αυτή ήταν η Πώλα που αγαπούσα τόσο πολύ. Μου άρεσε η παραβολή. Ήταν η παλιά γνώριμη Πώλα. Ένιωσα όπως τον παλιό καλό καιρό. Ερμήνευσα τα λόγια της κατά λέξη – ότι θα πρέπει να τραγουδήσω ένα δικό μου σκοπό – και παραμέρισα τους πιο σκοτεινούς, τους πιο δυσάρεστους υπαινιγμούς για τη σχέση μου μαζί της. Ακόμη και σήμερα αρνούμαι να εξετάσω πιο βαθιά αυτό τον μύθο.
Irvin Yalom, απόσπασμα από το βιβλίο "Η μάνα και το νόημα της ζωής"
Comments